- καρενάγιο
- και καρνάγιο, τοναυτ.1. ομαλός αιγιαλός όπου τα μικρά πλοία τροπίζονται, δηλ. γέρνουν προς τη μια πλευρά τους ώσπου η καρίνα τους, η τρόπιδα, να φθάσει ώς την επιφάνεια τής θάλασσας, προκειμένου να γίνει επιθεώρηση, καθαρισμός ή επισκευή τους, τροπιστήριο2. χώρος στον οποίο ναυπηγούνται ή επισκευάζονται μικρά πλοία, ναυπηγείο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. carenaggio].
Dictionary of Greek. 2013.